Ο ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ: ΑΙΣΧΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Εμφανίσεις: 1136

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Βρισκόμαστε στίς μέρες, που οι επιτελικοί, του Ιταλικού Φασισμού, καταστρώνανε σχέδια, για την Ελλάδα, και αποφασίσανε να αρχίσουνε με μιά τορπίλη, στό ειρηνικό λιμάνι της Τήνου.. και προχωρήσαμε στη φάση της θύελλας και την Άνοιξη, στην Αθήνα, είχαμε Kommandatour..Tί σήμαινε αυτό θά το μαθαίναμε σε λίγο. Μετρηθήκαμε και είμαστε απίστευτο- περίπου ίδια. Ο Σεφέρης μόνο ήταν μακριά, μέσα στους αγάπανθους, και ο Σαραντάρης πολύ πιό μακριά….. Ήταν η μόνη και πιό άδικη απώλεια.

-ΔΕΝ γράφω εδώ, τα απομνημονεύματα μιας ζωή. Αλλά το χρονικό ,ενός πνευματικού αγώνα. Θα προσπεράσω για να μη ξαναπιάσω, όπως άλλοτε και αλλού, τις σκληρές μέρες της Αλβανίας. Θέλω να καταγγείλω απροκάλυπτα, το επιστρατευτικό σύστημα εκείνων τών δραματικών ημερών, του πολέμου, που δέν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει, στά Γραφεία, και στις Επιμελητείες, όλα τα χοντρόπετσα θηρία, των Αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων, και να ξαποστείλει στη πρώτη γραμμή, το πιό αγνό και ανυπεράσπιστο λόγω αδύνατης υγείας πλάσμα. Έναν χρήσιμο Διπλωματούχο, Ιταλικού Πανεπιστημίου-ό μόνος ίσως σε όλο το στράτευμα, της νομικής Επιστήμης, που θα μπορούσε να είναι περιζήτητος, σε υπηρεσία αντικατασκοπείας, η ανάκρισης αιχμαλώτων. Έναν διανοούμενο, εύθραυστο που όμως είχε προλάβει στη σύντομη ζωή του, να κάνει τις πιό γεμάτες αγάπη, σκέψεις, αποτυπωμένες μέσα στό έργο του γιά την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν μιά δολοφονία, έτσι που έπρεπε να φορτωθεί, το γυλιό, και τον οπλισμό, των τριάντα οκάδων, γιά να χαθεί, παραπατώντας, στα χιονισμένα φαράγγια ένας Ποιητής, αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου, που πέρασε φρικτές στιγμές χωρίς να ξεστομίσει ένα πικρό λόγο για τα “αδέλφια” που του κλέβανε τις κάλτσες, τις κουβέρτες και ότι χρήσιμο κουβαλούσε, με ένα σώμα ελάχιστο ασθενικό. Περήφανος, ο Σπουδαίος, αυτός Έλληνας, με μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε, όσο που να τραγουδήσει “Εγώ, που οδοιπόρησα, με τους ποιμένες της Πρεμεντής“.

-ΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τά χοντρά μυωπικά γυαλιά του, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα έχασε μέσα στη παραζάλη. Ο Ποιητής φώναζε και τα “αδέλφια” τον κοροϊδεύανε. Απόμεινε, σαν κατατρεγμένο πουλί, μέσα στη παγωνιά, χωρίς να βαρυγκιμήσει. Χωρίς να ξεστιμίσει, ένα πικρό λόγο. Περήφανος, με ένα σώμα ελάχιστο και μιά μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε, μέχρι να ανεβεί, στους τόπους
που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο!

-ΕΤΣΙ πέθανε ένας Έλληνας Ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση, βλαστημούσανε τον Θεο, και εμπιστεύονταν τη μαριχουάνα. Επρεπε, να τη διαφυλάξουμε αυτή τη μνήμη, να τη κάνουμε σύμβολό μας, και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο. Γιά ένα μεγάλο διάστημα, μείναμε άφωνοι, αμήχανοι, μα στη συνέχεια, γράφαμε μέσα στον Πόλεμο ποιήματα, γιατί γνωρίζαμε όλοι μας πολύ καλά, το νιώθαμε, ότι ήταν η Ποίηση το έσχατο κατφύγιο, της ελπίδας, μέσα στη γενική καταφρόνια, το μόνο άπαρτο, απέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις οχυρό!

ΜΙΑ νεολαία, χωρίς πικάπ, χωρίς τρανζίστορς, έτρεχε με τρύπια παπούτσια, και ξυπόλυτη, που δεν την ενοχλούσε καθόλου, οπουδήποτε ακουγόταν μια φωνή που της έλεγε, ότι θα τα καταφέρει, να αντιδικήσει με τα σιδερικά του διαβόλου. Οί συγκεντρώσεις στα σπίτια, φιλικά, πίσω από κλειστά παράθυρα, με χαρτί μπλέ, στα τζάμια για τη συσκότιση, ήταν ότι επιθυμούσε, ανακαλύπτοντας, πως, δεν είναι η στέρηση της ευμάρειας, που κάνει τη δυστυχία μας τόσο αποτρόπαιη, αλλά η στέρηση της συντροφικότητας, της ελευθερίας. Άθλια παστέλια, βουτηγμένα στο χαρουπάλευρο, και σταφίδες σάπιες, αποτελούσαν τα μόνα εδέσματα, που με την ίδια πάντοτε αξιοπρέπεια, πρόσφερε η νοικοκυρά του σπιτιού. Συχνά σειρήνες, διακόπτανε, την ωραία η συνάντηση.

-ΠΟΤΕ άλλοτε, η κατάπτωση του ανθρώπου και η πιό υψηλή του έξαρση, δεν εβρήκανε τρόπο να συνυπάρξουν τόσο κοντά τόσο πλάι-πλάι, μέσα στην ίδια Πολιτεία μέσα στον ίδιο πληθυσμό, πολλές φορές, αλίμονο, μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Ένας μηχανισμός καταχθόνιος, που ο έλεγχός του είχε ξεφύγει, από τα χέρια εκείνων που τον έστησαν απειλούσε να καταστρέψει τα πάντα. Οί μέρες πικρές αποτρόπαιες, όπου δεν ήξερες, αν ο φίλος που σου μιλούσε, δεν είχε και την αποστολή να σε εξοντώσει. Μέρες μυστικής χαράς, και περηφάνειας, μέρες γεμάτες χτυποκάρδι, έτσι που δεν ήξερες, αν το διπλωμένο χαρτί που σου πέρασαν κρυφά κάτω από τη πόρτα, έκλεινε τη καταδίκη σου, η ένα νέο μήνυμα ελπίδας, ένα ποίημα του Αγγέλου Σικελιανού.
[ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ] “Από τα ανοιχτά χαρτιά

Εμπεριέχεται στο εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ. 2015