ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940-1950: Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ [Συνέχεια του αφιερώματος]

Εμφανίσεις: 1325

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Μετά, τη μάχη της Κρήτης, και τη κατάληψή της από τον εχθρό, η μπότα του Κατακτητή, πάτησε με ανείπωτη βαρβαρότητα, της Πατρίδας μας το κορμί, δίχως έλεος. Ό Λαός προσπαθεί να προσαρμοσθεί στη σκληρή αυτή πραγματικότητα, που είναι υποχρεωμένος πιά να επιζήσει. Ή Πατρίδα μας, μέσα σε ελάχιστους μήνες, γίνεται κρανίου τόπος. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, και στις μεγάλες πόλεις, ο μεγαλύτερος εχθρός η πείνα, δεν είχε τελειωμό, θερίζοντας, 30000 Ελληνικές ψυχές. Στους δρόμους, κυκλοφορούσαν φαντάσματα όχι άνθρωποι. Ή εξαθλίωση απλώνεται παντού.

-ΠΡΕΠΕΙ να πούμε, πως οι ελλείψεις σε τρόφιμα, και οι στερήσεις κυρίως στις μεγάλες πόλεις, άρχισαν πριν τη Κατοχή. Στην αγορά, βρίσκονταν μόνο ζάχαρή, αλεύρι, αλάτι, καμιά αγκινάρα, φασόλια και ρύζι. Γρήγορα όμως τα ράφια άδειασαν, και τα μαγαζιά έκλεισαν, αφού δεν είχαν τίποτα, πιά για πούλημα. Έβαλαν λουκέτο και τα περισσότερα εργοστάσια, έμειναν μονάχα, όσα μπορούσαν να υπηρετούν τους κατακτητές. Στόν μαύρο χειμώνα, του 1941-1942 ο Λαός, πείνασε, πέθαινε στούς δρόμους. Το κακό είχε αρχίσει από το Φθινόπωρο, γιατί ο εχθρός, όσο και οι “φίλοι” μας οι Άγγλοι, που όπως ξέρουμε από τα διαβάσματά μας, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα Ελληνικά πράγματα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του Πολέμου, και κατά τη Κατοχή, που με τον αποκλεισμό, με στόχο, να μη τροφοδοτείται ο Κατοχικός στρατός, πείνασε ο Λαός μας. Μια πολιτική, δίχως νόημα, στην ουσία, και δίχως όφελος γι’ αυτούς, και τους συμμάχους, αλλά για την Ελλάδα, και τον Λαό της καταστροφικής, αφού τον παρέδωσε στο μαρτύριο της πείνας, και οδήγησε χιλιάδες στον θάνατο.

-ΆΠΟ την άλλη, ο Κατακτητής, κατάσχεσε όλες τις αποθήκες τροφίμων, από την πρώτη μέρα, που πάτησε το πόδι του στη δύστυχη Πατρίδα, και επίταξε ό,τι του χρησίμευε. Εργοστάσια κονσερβοποιίας, για παράδειγμα, μετατράπηκαν, σε αποθήκες διατηρημένων τροφών, για να τις έχουν για μελλοντική κατανάλωση. Άπό τη πρώτη μέρα φάνηκε η βαρβαρότητα, των στρατιωτών, του Χίτλερ. Δεν σεβάστηκαν, διεθνείς συμβάσεις, που θα διαφύλατταν την επιβίωση των νικημένων. Έφθασαν στη Πατρίδα μας, την καταπάτησαν, την κατάκλεψαν οι Γερμανοί, δίχως να διστάσουν ούτε στιγμή. Άρπαζαν όσα τρόφιμα ήθελαν, Ολόκληρος στρατός Κατοχής έπρεπε να ζήσει από τα τρόφιμα του Λαού μας, και όχι μόνο αυτό, έδωσαν και στους Ιταλούς, που έκαναν και αυτοί με τη σειρά τους το ίδιο.. Μαύρα χρόνια πέτρινα.

-ΣΤΗΝ αρχή, πέθαιναν, δεκάδες. Σιγά σιγά η πείνα πήρε διαστάσεις Εθνικής τραγωδίας, έτσι που στη συνέχεια, έγιναν εκατοντάδες, και χιλιάδες. Σκελετοί σκεπασμένοι με κάποιο χιλιομπαλωμένο ρούχο, κουρελιασμένο, περιφέρονταν ψάχνοντας στα σκουπίδια. Γέροντες και παιδιά, με νεκρική χλωμάδα στο πρόσωπο, με αγωνία στέκονταν στην ουρά, για μιά στάλα ζωή. Καί ξαφνικά λύγιζαν, και πέφτανε δίχως λαλιά στη γή νεκρά. Τά τραγικά αυτά περιστατικά, γίνανε καθημερινά, και ήταν τόσο σοκαριστικά, που δεν μπορεί να τα συλλάβει ανθρώπινος νούς. Ένας Συγγραφέας που μου διαφεύγει το όνομά του, έγραψε με πίκρα. “Ό μεγαλύτερος μπελάς, που μπορείς να βάλεις τώρα στους δικούς σου, είναι ινα πεθάνεις”. Μερικές φορές, οι φτωχοί, και ανήμποροι, έθαβαν όπου μπορούσαν τους νεκρούς τους, χωρίς να δηλώνουν τον θάνατό τους, για να διατηρήσουν το δελτίο τροφίμων τους. Οι λίγες ποσότητες, σε όσπρια, ρύζι, αυγά, που με την έγκριση των Άγγλων, το καλοκαίρι του 1941 τρείς μήνες μετά την εισβολή, και τη Κατοχή, μόνο από τη Τουρκία, από δική της παραγωγή, ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό της ανάγκης, της στέρησης, και πείνας του Λαού μας.

-ΟΙ ΚΡΑΥΓΕΣ απόγνωσης, του Ελληνικού Λαού, ανάγκασαν τους “φίλους” συμμάχους, να φτιάξουν ένα πρόγραμμα επισιτισμού, του Λαού που πέθαινε στούς δρόμους, από τον Ιούνιο, του 1942. Ό Χίτλερ άκουσον, άκουσον, σε ομιλία του τον Μάϊο του 1941 δήλωσε υποκριτικά. “Μας πλημυρίζει ειλικρινής συμπόνια, για τον δοκιμαζόμενο Ελληνικό Λαό”. Χιλιάδες χήρες και ορφανά, δημιούργησε η πείνα στη Κατεχόμενη Πατρίδα μας. Τεκμήριο ντροπής, της ανθρώπινης Ιστορίας, και του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, παιδιά αποστεωμένα, από τη πείνα, που προκάλεσε η Γερμανική βαρβαρότητα, 340.000 είναι τα ορφανά Ελληνόπουλα, χωρίς προστασία, που πάλεψαν, για να επιζήσουν, το διάστημα 1940-1944.

-ΣΕ μια εποχή, μαύρη και σκοτεινή, όπου παραμόνευε ο θάνατος, ξεπήδησε η μεγάλη ανάταση-ανάσταση, η Εθνική αντίσταση, για τη τιμή και την ελευθερία της Φίλτατης Πατρίδας. Ή Γενιά του 1940,ήταν μιά ηρωίκή γενιά, που εξαγόρασε, με θυσίες, πόνο, δάκρυα, το δικαίωμα της Ελευθερίας. Όμως και δυστυχώς, η Πατρίδα μας, έμεινε μόνη αβοήθητη, με τα ερείπια και τους νεκρούς της, τη στιγμή, που οι άλλες χώρες όταν τέλειωσε ο πόλεμος, προχωρούσαν σε ένα ελπιδοφόρο μελλούμενο. Όί Κατακτητές βρήκαν τον τρόπο να τη βγάλουν “καθαρή” να μη πληρώσουν για τα ερείπια, τους φόνους, τα εγκλήματα πολέμου, την αραγή, και πάει λέγοντας. Από την άλλη, οι σύμμαχοι, οι μασκαρεμένοι φίλοι, για τα δικά τους συμφέροντα, τις δικές τους επιδιώξεις, σπείραν το σπόρο της διχόνοιας, διαχώρισαν και απαξίωσαν την καθολική Αντίσταση, με μοναδική δεξιότητα, και φύτρωσε και υψώθηκε, ο ανθρωποφάγος, αδελφοκτόνος σπαραγμός, που τελειωμό δεν είχε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Παυλίνα Μπεχράκη]
Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια

Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ. 2015